-
1 занимательный
-
2 занимательный
занима́тельн||ыйприл ἐνδιαφέρων, διασκεδαστικός. -
3 затейливый
затей||ливыйприл1. (вычурный) ἐπι-τετηδευμένος, ἐπιτηδευτός/ ἐφευρετικός, ἐπινοητικός (искусный)/ πολύπλοκος, περίπλοκος (сложный)·2. (занятный) ἐνδιαφέρων, διασκεδαστικός, ψυχαγωγικός. -
4 затейливый
[ζατιείλιβύΐ] εκ. ενδιαφέρων, διασκεδαστικός -
5 затейливый
[ζατιείλιβύϊ] επ ενδιαφέρων, διασκεδαστικός -
6 занятный
επ., βρ: -тен, -тна, -тноελκυστικός, ενδιαφέρων, διασκεδαστικός. -
7 занятный
занятныйприл разг διασκεδαστικός, ἐνδιαφέρων. -
8 занимательный
επ. βρ: -лен, -льна, -льно; διασκεδαστικός, τερπνός, ψυχαγωγικός, ενδιαφέρων.